- εὐάμπυξ
- εὐάμπυξ1 with beautiful headband εὐάμπυκες Μοῖσαι Δ. 1. 13. ]ευανπυκιεν[ Πα. 13a. 20.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευάμπυξ — εὐάμπυξ ( υκος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίες ταινίες στο κεφάλι («εὐάμπυκες Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπυξ «ταινία, διάδημα»] … Dictionary of Greek
εὐάμπυκες — εὐάμπυξ with fair fillet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek